ἀναπλήρωσις: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπλήρωσις''': -εως, ἡ, [[συμπλήρωσις]], [[μέσον]] συμπληρώσεως, τῆς ἐνδείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3. 2) ἱκανοποίησις, [[ἐκπλήρωσις]], τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 7, 19· ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν ὀρέξεων, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 6. 3) [[ἀποκατάστασις]], [[ἀνάκτησις]], τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας ὁ αὐτ. Πολιτ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Δημήτρ. 45. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ καθίστασθαι πλήρη, πληροῦσθαι, πλημμυρεῖν, περὶ τοῦ Νείλου, [[Θαλῆς]] παρ’ Ἀθην. 2. 87. | |lstext='''ἀναπλήρωσις''': -εως, ἡ, [[συμπλήρωσις]], [[μέσον]] συμπληρώσεως, τῆς ἐνδείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3. 2) ἱκανοποίησις, [[ἐκπλήρωσις]], τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 7, 19· ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν ὀρέξεων, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 6. 3) [[ἀποκατάστασις]], [[ἀνάκτησις]], τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας ὁ αὐτ. Πολιτ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Δημήτρ. 45. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ καθίστασθαι πλήρη, πληροῦσθαι, πλημμυρεῖν, περὶ τοῦ Νείλου, [[Θαλῆς]] παρ’ Ἀθην. 2. 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de remplir, de combler (un vide, une lacune, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> accomplissement, satisfaction (d’un besoin, d’un désir).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπληρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A filling up, means of filling up, τῆς ἐνδείας Arist.EN1118b18; τοῦ λείποντος A.D.Synt.250.18; τῶν κενουμένων τάξεων Ph.2.382. 2 satisfying, τῆς ἐπιθυμίας Arist. Pol.1267b4; satisfaction of the wants and appetites, Id.EN1173b8. 3 restoration, τῆς κατὰ τὴν φύσιν αὐταρκείας Id.Pol.1257a30, cf. Plu.Demetr.45. 4 fulfilment, τοῦ ῥήματος τοῦ Κυρίου LXX 1 Es.1.54. II (from Pass.) becoming full, overflowing, of the Nile, Thales ap.Ath.Epit.ad fin. lib. ii (vol. i p.278 Schw.).
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, das Ausfüllen, Ergänzen, Arist. Nic. Eth. 10, 3, 6; Befriedigung des Zornes, ὀργῆς Plut. Arat. 45 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλήρωσις: -εως, ἡ, συμπλήρωσις, μέσον συμπληρώσεως, τῆς ἐνδείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3. 2) ἱκανοποίησις, ἐκπλήρωσις, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 7, 19· ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν ὀρέξεων, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 6. 3) ἀποκατάστασις, ἀνάκτησις, τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας ὁ αὐτ. Πολιτ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Δημήτρ. 45. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ καθίστασθαι πλήρη, πληροῦσθαι, πλημμυρεῖν, περὶ τοῦ Νείλου, Θαλῆς παρ’ Ἀθην. 2. 87.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de remplir, de combler (un vide, une lacune, etc.);
2 accomplissement, satisfaction (d’un besoin, d’un désir).
Étymologie: ἀναπληρόω.