ἀνδραγαθία: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδρᾰγᾰθία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[γενναιότης]], [[ἀνδρεία]], ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ [[λέξις]] ἐσήμαινε γενναιότητα [[μετὰ]] τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας [[ἕνεκα]] στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 13· πρβλ. [[ἀνδραγαθίζομαι]]. | |lstext='''ἀνδρᾰγᾰθία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[γενναιότης]], [[ἀνδρεία]], ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ [[λέξις]] ἐσήμαινε γενναιότητα [[μετὰ]] τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας [[ἕνεκα]] στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 13· πρβλ. [[ἀνδραγαθίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> courage;<br /><b>2</b> loyauté, vertu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἀγαθός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A bravery, manly virtue, Hdt.1.99,136, al., Th.2.42; the character of an upright man, Ar.Pl.191, Phryn.Com.1; ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφχνοῦσθαι Hyp.Lyc.6.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, γενναιότης, ἀνδρεία, ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ λέξις ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας ἕνεκα στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13· πρβλ. ἀνδραγαθίζομαι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 courage;
2 loyauté, vertu.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.