ἀναχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχρώννυμι''': δίδω νέον [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]], «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ [[συγγίγνομαι]] «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ [[Ζεὺς]]) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - [[προσέτι]] σημαίνει, [[ἐμπίμπλημι]], πληρῶ, «[[μύρον]] τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, [[αὐτόθι]] σ. 126Β.
|lstext='''ἀναχρώννυμι''': δίδω νέον [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]], «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ [[συγγίγνομαι]] «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ [[Ζεὺς]]) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - [[προσέτι]] σημαίνει, [[ἐμπίμπλημι]], πληρῶ, «[[μύρον]] τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, [[αὐτόθι]] σ. 126Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναχρώσω, <i>ao.</i> ἀνέχρωσα, <i>pf.</i> ἀνακέχρωσμαι;<br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χρώννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχρώννῡμι Medium diacritics: ἀναχρώννυμι Low diacritics: αναχρώννυμι Capitals: ΑΝΑΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anachrṓnnymi Transliteration B: anachrōnnymi Transliteration C: anachronnymi Beta Code: a)naxrw/nnumi

English (LSJ)

   A colour anew, discolour, Plu.2.93of:—Pass., v.l. in Thphr.Sud.12: metaph., to be defiled with, πολλαῖς γυναιξίν Eust.122.26.

German (Pape)

[Seite 215] (s. χρώννυμι), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχρώννυμι: δίδω νέον χρῶμα, χρωματίζω, «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ συγγίγνομαι «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ Ζεὺς) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - προσέτι σημαίνει, ἐμπίμπλημι, πληρῶ, «μύρον τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, αὐτόθι σ. 126Β.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναχρώσω, ao. ἀνέχρωσα, pf. ἀνακέχρωσμαι;
colorer, teindre.
Étymologie: ἀνά, χρώννυμι.