ἀνεξέργαστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεξέργαστος''': -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.
|lstext='''ἀνεξέργαστος''': -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inachevé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξέργαστος Medium diacritics: ἀνεξέργαστος Low diacritics: ανεξέργαστος Capitals: ΑΝΕΞΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anexérgastos Transliteration B: anexergastos Transliteration C: aneksergastos Beta Code: a)nece/rgastos

English (LSJ)

ον,

   A not worked out, unfinished, Luc. Fug.21, Gal.Nat.Fac.2.3.

German (Pape)

[Seite 223] unvollendet, Luc. Fugit. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέργαστος: -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inachevé.
Étymologie: ἀ, ἐξεργάζομαι.