ἀνεπίληπτος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίληπτος''': -ον, [[ἀδιάβλητος]], τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, [[ἄμεμπτος]], [[βίος]] Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· [[ἐξουσία]] ἀν., [[ἀπόλυτος]], Διον. Ἁλ. 2. 14· [[τέχνη]] Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37. | |lstext='''ἀνεπίληπτος''': -ον, [[ἀδιάβλητος]], τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, [[ἄμεμπτος]], [[βίος]] Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· [[ἐξουσία]] ἀν., [[ἀπόλυτος]], Διον. Ἁλ. 2. 14· [[τέχνη]] Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non exposé à être attaqué ; <i>fig.</i> irréprochable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not open to attack, τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or.922, X.Cyr.1.2.15; perfect, τέχνη Ph.1.15; ἀνεπιληπτότερον less open to criticism, Pl.Phlb.43c; ἐξουσία ἀ. not subject to control, D.H.2.14; unassailable, not subject to cancellation, συγγραφαί PTaur.1.7.15. Adv. -τως X.An.7.6.37, Ph.2.2,al.
German (Pape)
[Seite 224] dem nicht beizukommen ist, tadellos, βίος Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; ἐξουσία, absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίληπτος: -ον, ἀδιάβλητος, τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ἄμεμπτος, βίος Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· ἐξουσία ἀν., ἀπόλυτος, Διον. Ἁλ. 2. 14· τέχνη Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exposé à être attaqué ; fig. irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἐπιλαμβάνω.