ἀνθάμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθάμιλλος''': [ᾰ], -ον, ([[ἅμιλλα]]) [[ἀνταγωνιστής]], [[ἀντίπαλος]], Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. [[τύπος]], ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ [[ἀντίζηλος]], τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.
|lstext='''ἀνθάμιλλος''': [ᾰ], -ον, ([[ἅμιλλα]]) [[ἀνταγωνιστής]], [[ἀντίπαλος]], Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. [[τύπος]], ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ [[ἀντίζηλος]], τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rival.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἅμιλλα]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθᾰμιλλος Medium diacritics: ἀνθάμιλλος Low diacritics: ανθάμιλλος Capitals: ΑΝΘΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: anthámillos Transliteration B: anthamillos Transliteration C: anthamillos Beta Code: a)nqa/millos

English (LSJ)

ον,

   A vying with, rivalling, E.Ion606.

German (Pape)

[Seite 230] dagegen wetteifernd, Nebenbuhler, Eur. Ion. 606; Lycophr. 429.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον, (ἅμιλλα) ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. τύπος, ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ ἀντίζηλος, τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rival.
Étymologie: ἀντί, ἅμιλλα.