ἀνθοβολέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοβολέω''': ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω [[ἄνθη]], ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10.
|lstext='''ἀνθοβολέω''': ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω [[ἄνθη]], ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />joncher <i>ou</i> couvrir de fleurs ; <i>Pass.</i> être couvert de fleurs lancées en signe d’admiration.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθόβολος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοβολέω Medium diacritics: ἀνθοβολέω Low diacritics: ανθοβολέω Capitals: ΑΝΘΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: anthoboléō Transliteration B: anthoboleō Transliteration C: anthovoleo Beta Code: a)nqobole/w

English (LSJ)

   A bestrew with flowers, χαίτην AP5.146 (Mel.); as a mark of honour, ὥσπερ ἀθλητὴν ἀ. Plu.Caes.30:—Pass., Id.Pomp.57.    II put forth flowers, Gp.10.2.10.

German (Pape)

[Seite 232] Blumen werfen, mit Blumen bestreuen; pass. Plut. Pomp. 57; χαίτην Mel. 105 (V, 147).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοβολέω: ἐπικαλύπτω δι’ ἀνθέων, ὡς ἂν .. εὐπλόκαμον χαίτην ἀνθοβολῇ στέφανος Ἀνθ. Π. 5. 147: - Παθ., ἀνθοβολοῦμαι, πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, πολλοὶ δὲ .. ἐδέχοντο καὶ παρέπεμπον [τὸν Πομπήϊον] ἀνθοβολούμενον, βαλλόμενον δι’ ἀνθέων, Πλουτ. Πομπ. 57, Καῖσ. 30. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, φύω, ἀναδίδω ἄνθη, ἀνθοβολῶ ὡς καὶ νῦν, Γεωπ. 10. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
joncher ou couvrir de fleurs ; Pass. être couvert de fleurs lancées en signe d’admiration.
Étymologie: ἀνθόβολος.