ἀνθόβολος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνθόβολον, garlanded with flowers, θρίξ AP9.270 (Marc. Arg.), but codd. have ἀνθοβόλον, i.e. shedding flowers.
Spanish (DGE)
-ον coronado de flores θρίξ AP 9.270 (Marc.Arg.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
orné de guirlandes de fleurs.
Étymologie: ἄνθος, βάλλω.
German (Pape)
στέψω ἀνθόβολον τρίχα, mit Blumen (beworfenes) geschmücktes Haar, M.Argent. 23 (IX.270).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθόβολος: украшенный цветами (θρίξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθόβολος: -ον, ὁ δι’ ἀνθέων κεκοσμημένος, στέψας δ’ ἀνθόβολον κρατὸς τρίχα Ἀνθ. Π. 9. 270.
Greek Monotonic
ἀνθόβολος: -ον (βάλλω), διακοσμημένος με λουλούδια, σε Ανθ.