ἀνοιδέω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνοιδέω''': Ἐπ. -είω (Νικ. Θ. 855): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἀνῴδησα Εὐρ., Πλάτ.: - φουσκώνω, ἐξογκοῦμαι, Λατ. intumesco, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ἱππόλ. 1210· ἐπὶ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 84Ε· ἐπὶ σύκων ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσι, Νίκ. ἔνθ. ἀνωτ., τὸ [[κάλυμμα]] ἀνῳδηκός, ἐξωγκωμένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 22. πρβλ. π.Χ. γεν. 1. 20, 15. 2) μεταφ., θυμὸς ἀνοιδέει Ἡρόδ. 7. 39, πρβλ. Φιλόστρ. 313 ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., θυμὸν ἀνοιδήσαντο, ἐξωγκώθησαν ἐκ θυμοῦ, ἐνεπλήσθησαν ὀργῆς, Κόϊντ. Σμ. 9. 345)· ἀνοιδούσης τῆς νόσου Φιλόστρ. 142. | |lstext='''ἀνοιδέω''': Ἐπ. -είω (Νικ. Θ. 855): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἀνῴδησα Εὐρ., Πλάτ.: - φουσκώνω, ἐξογκοῦμαι, Λατ. intumesco, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ἱππόλ. 1210· ἐπὶ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 84Ε· ἐπὶ σύκων ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσι, Νίκ. ἔνθ. ἀνωτ., τὸ [[κάλυμμα]] ἀνῳδηκός, ἐξωγκωμένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 22. πρβλ. π.Χ. γεν. 1. 20, 15. 2) μεταφ., θυμὸς ἀνοιδέει Ἡρόδ. 7. 39, πρβλ. Φιλόστρ. 313 ([[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., θυμὸν ἀνοιδήσαντο, ἐξωγκώθησαν ἐκ θυμοῦ, ἐνεπλήσθησαν ὀργῆς, Κόϊντ. Σμ. 9. 345)· ἀνοιδούσης τῆς νόσου Φιλόστρ. 142. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> [[ἀνῴδησα]], <i>pf.</i> [[ἀνῴδηκα]];<br />s’enfler, se gonfler <i>fig.</i> θυμὸς ἀνοιδέει HDT le cœur se gonfle (de colère).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[οἰδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. ἀνοιδ-είω Nic.Th.855: fut. -ήσω: aor.
A ἀνῴδησα E.Hipp.1210, Pl.Ti.84e: pf. ἀνῴδηκα Hp.Acut.10:—swell up, Hp.l.c.; of a wave, E.l.c., cf. Alciphr.1.10; of wind in the body, Pl.l.c.; of figs ripening, Nic.l.c.; τὰ στέρνα ἀνῴδει Aeschin.Ep.1.2; τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός swollen out, inflated, Arist.HA625a2, cf. GA728b28. 2 metaph., θυμὸς ἀνοιδέει Hdt.7.39; ὀργαῖς . . -ούσαις Phld.Ir.p.63 W.; of anger, ἀνοιδήσας ὁ βασιλεύς Philostr.VA7.33 (so in Med., θυμὸν ἀνοιδήσαντο they swelled with rage, Q.S.9.345); ἀνοιδούσης τῆς νόσου Philostr.VA4.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιδέω: Ἐπ. -είω (Νικ. Θ. 855): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἀνῴδησα Εὐρ., Πλάτ.: - φουσκώνω, ἐξογκοῦμαι, Λατ. intumesco, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ἱππόλ. 1210· ἐπὶ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 84Ε· ἐπὶ σύκων ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσι, Νίκ. ἔνθ. ἀνωτ., τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός, ἐξωγκωμένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 22. πρβλ. π.Χ. γεν. 1. 20, 15. 2) μεταφ., θυμὸς ἀνοιδέει Ἡρόδ. 7. 39, πρβλ. Φιλόστρ. 313 (οὕτως ἐν τῷ μέσ., θυμὸν ἀνοιδήσαντο, ἐξωγκώθησαν ἐκ θυμοῦ, ἐνεπλήσθησαν ὀργῆς, Κόϊντ. Σμ. 9. 345)· ἀνοιδούσης τῆς νόσου Φιλόστρ. 142.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀνῴδησα, pf. ἀνῴδηκα;
s’enfler, se gonfler fig. θυμὸς ἀνοιδέει HDT le cœur se gonfle (de colère).
Étymologie: ἀνά, οἰδέω.