ἀντᾴδω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντᾴδω''': μέλλ. -ᾴσομαι, ᾄδω καὶ αὐτὸς εἰς ἀπόκρισιν, ἰδίως ἐπὶ τῶν περδίκων, ἀποκρίνομαι εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἑτέρου, ἐπὶ δὲ τὸν θηρευτὴν πέρδικα ὠθεῖται τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 8, πρβλ. π. Θαυμ. Ἀκ. 151. 2, Αἰλ. π. Ζ. 4.16· ἀντ. Μούσαις Λουκ. Ἁλ. 6· τοῖς φθεγγομένοις Πλούτ. 2.794C: ᾄδω καὶ ἐγώ, [[ἀντιφθέγγομαι]], ἐγὼ δ’, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 887: ― Παθ., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι [[Πολυδ]]. Δ΄, 112. | |lstext='''ἀντᾴδω''': μέλλ. -ᾴσομαι, ᾄδω καὶ αὐτὸς εἰς ἀπόκρισιν, ἰδίως ἐπὶ τῶν περδίκων, ἀποκρίνομαι εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἑτέρου, ἐπὶ δὲ τὸν θηρευτὴν πέρδικα ὠθεῖται τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 8, πρβλ. π. Θαυμ. Ἀκ. 151. 2, Αἰλ. π. Ζ. 4.16· ἀντ. Μούσαις Λουκ. Ἁλ. 6· τοῖς φθεγγομένοις Πλούτ. 2.794C: ᾄδω καὶ ἐγώ, [[ἀντιφθέγγομαι]], ἐγὼ δ’, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 887: ― Παθ., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι [[Πολυδ]]. Δ΄, 112. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀντᾴσομαι, <i>part. ao.</i> ἀντᾴσας, <i>inf. ao. Pass.</i> ἀντᾳσθῆναι;<br />chanter <i>ou</i> crier en réponse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ᾄδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A sing in answer, esp. of the partridge, answer when another calls, ἀ. ὡς μαχούμενος Arist.HA614a11, cf. Mir.845b25, Ael.NA4.16; ἀ. Μούσαις Luc.Pisc.6; τοῖς φθεγγομένοις Plu.2.794c; cry out at one, ἐγὼ δ', ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ar.Ec.887:—Pass., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Poll.4.112.
German (Pape)
[Seite 243] (für ἀνταείδω), im Gesang wetteifern, τινί, mit Einem, ταῖς Μούσαις Luc. Pisc. 6; Bahr. 88, 2; im Gesang antworten, Arist.; ἀντᾴσας Ael. H. A. 4. 16, vom Hahn, wie Plut. an seni 21; – pass., ἀντᾳσθῆναι Poll. 4, 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, ᾄδω καὶ αὐτὸς εἰς ἀπόκρισιν, ἰδίως ἐπὶ τῶν περδίκων, ἀποκρίνομαι εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἑτέρου, ἐπὶ δὲ τὸν θηρευτὴν πέρδικα ὠθεῖται τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 8, πρβλ. π. Θαυμ. Ἀκ. 151. 2, Αἰλ. π. Ζ. 4.16· ἀντ. Μούσαις Λουκ. Ἁλ. 6· τοῖς φθεγγομένοις Πλούτ. 2.794C: ᾄδω καὶ ἐγώ, ἀντιφθέγγομαι, ἐγὼ δ’, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 887: ― Παθ., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Πολυδ. Δ΄, 112.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντᾴσομαι, part. ao. ἀντᾴσας, inf. ao. Pass. ἀντᾳσθῆναι;
chanter ou crier en réponse.
Étymologie: ἀντί, ᾄδω.