ἀντιδωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιδωρέομαι''': ἀποθ., [[παρέχω]] τι ὡς δωρεὰν ἀντὶ ἐκείνου [[ὅπερ]] ἔλαβον ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται, [[ἔνθα]] ἡ δοτ. σημαίνει τὸ [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 2. 30, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]], τινί τι, πρᾶγμά τι εἴς τινα, ὡς ἀνταμοιβὴν καλῆς πράξεως, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο Εὐρ. Ἑλ. 159, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Ε· ματὰ τοῦ τι μόνον, οὗ γὰρ τυγχάνει τις ἐνδεὴς ὤν, τούτου ἐφιέμενος ἀντιδωρεῖται [[ἄλλο]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 6.
|lstext='''ἀντιδωρέομαι''': ἀποθ., [[παρέχω]] τι ὡς δωρεὰν ἀντὶ ἐκείνου [[ὅπερ]] ἔλαβον ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται, [[ἔνθα]] ἡ δοτ. σημαίνει τὸ [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 2. 30, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]], τινί τι, πρᾶγμά τι εἴς τινα, ὡς ἀνταμοιβὴν καλῆς πράξεως, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο Εὐρ. Ἑλ. 159, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Ε· ματὰ τοῦ τι μόνον, οὗ γὰρ τυγχάνει τις ἐνδεὴς ὤν, τούτου ἐφιέμενος ἀντιδωρεῖται [[ἄλλο]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 6.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />faire don en échange <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], δωρέομαι.
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδωρέομαι Medium diacritics: ἀντιδωρέομαι Low diacritics: αντιδωρέομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antidōréomai Transliteration B: antidōreomai Transliteration C: antidoreomai Beta Code: a)ntidwre/omai

English (LSJ)

   A present in return, ἀ. τινά τινι one with a thing, Hdt.2.30; τινί τι a thing to one, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο E.Hel. 159, cf. Pl.Euthphr.14e; offer instead τούτου ἐφιέμενος ἀ. ἄλλο Arist. EN1159b14.

German (Pape)

[Seite 252] dagegen schenken, vergelten, Her. 2, 80; τινί, Plat. Euthyphr. 14 e u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδωρέομαι: ἀποθ., παρέχω τι ὡς δωρεὰν ἀντὶ ἐκείνου ὅπερ ἔλαβον ὁ δέ σφεας τῷδε ἀντιδωρέεται, ἔνθα ἡ δοτ. σημαίνει τὸ πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 30, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως, τινί τι, πρᾶγμά τι εἴς τινα, ὡς ἀνταμοιβὴν καλῆς πράξεως, θεοὶ δέ σοι ἐσθλῶν ἀμοιβὰς ἀντιδωρησαίατο Εὐρ. Ἑλ. 159, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Ε· ματὰ τοῦ τι μόνον, οὗ γὰρ τυγχάνει τις ἐνδεὴς ὤν, τούτου ἐφιέμενος ἀντιδωρεῖται ἄλλο Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire don en échange ou en retour.
Étymologie: ἀντί, δωρέομαι.