ἀνιερόω: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνιερόω''': ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως [[ἤτοι]] παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ. | |lstext='''ἀνιερόω''': ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως [[ἤτοι]] παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱερόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A dedicate, devote, Arist.Oec.1346b5; τινί τι Plu.Cor.3:—Pass., PTeb.60.10 (ii B. C.), BGU1202.5 (i B.C.), etc.: used of persons invoking the wrath of the gods upon themselves or others in case of breach of faith, SIG1179 (Cnidus).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιερόω: ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως ἤτοι παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.