ἀνυτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνῠτικός''': -ή, -όν, = [[ἀνυστικός]], Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8. | |lstext='''ἀνῠτικός''': -ή, -όν, = [[ἀνυστικός]], Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui conduit à un résultat, efficace.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνύτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀνυστικός, effective, X.Eq.Mag.2.6 (Comp.), Oec.20.22 (Sup.), Plb.8.3.3 (Comp.); λόγοι S.E.M.9.182 (Sup.); of persons, J.BJ5.9.1 (Comp.), 1.17.8 (Sup.). 2 rapid, ἀνυτικωτέραν ποιε̄ν τὴν κίνησιν Arist.PA682b1. Adv.-κῶς [Longin.]Rh.p.190H.
German (Pape)
[Seite 267] = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠτικός: -ή, -όν, = ἀνυστικός, Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) ὁρμητικός, ταχύς, ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui conduit à un résultat, efficace.
Étymologie: ἀνύτω.