νοτίς: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοτίς''': -ίδος, ἡ, ([[νότος]]) [[ὑγρασία]], [[ὑγρότης]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3. | |lstext='''νοτίς''': -ίδος, ἡ, ([[νότος]]) [[ὑγρασία]], [[ὑγρότης]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />humidité.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A moisture, A.Fr.481, E.Ph.646 (lyr.), Pl.Ti.60d, Thphr.CP 5.6.1, etc. ; ποντία ν. E.Hec.1259 ; of perspiration, Arist.Pr.866a21, Gal.10.541.
Greek (Liddell-Scott)
νοτίς: -ίδος, ἡ, (νότος) ὑγρασία, ὑγρότης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
humidité.
Étymologie: νότος.