ἐπίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίλεκτος''': -ον, ([[ἐπιλέγω]]) [[ἐκλεκτός]], «διαλεχτός», ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐπίλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν, οἱ ἐπίλεκτοι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 43, Ἑλλ. 5. 3, 23· οἱ Λατ. extraordinarii, Πολύβ. 6. 26, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, [[λογάδην]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 4.
|lstext='''ἐπίλεκτος''': -ον, ([[ἐπιλέγω]]) [[ἐκλεκτός]], «διαλεχτός», ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐπίλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν, οἱ ἐπίλεκτοι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 43, Ἑλλ. 5. 3, 23· οἱ Λατ. extraordinarii, Πολύβ. 6. 26, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, [[λογάδην]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; [[οἱ]] ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλεκτος Medium diacritics: ἐπίλεκτος Low diacritics: επίλεκτος Capitals: ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: epílektos Transliteration B: epilektos Transliteration C: epilektos Beta Code: e)pi/lektos

English (LSJ)

ον,

   A chosen, τὸ ἐ. γένος Ἰσραήλ Ph.1.242; ξύλα πρὸς εὐωδίαν . Ael.VH5.6; ἐ. σμύρνα choice. J.AJ3.8.3; εἰκασίαι Callix.2.    2. esp. of soldiers, οἱ ἐπίλεκτοι X.An.3.4.43, HG5.3.23, IG22.680.12, IPE12.352.39 (Cherson.); in Egypt, OGI731 (ii B.C.), UPZ110.21 (ii B.C.).    b. = ἔκτακτος (q.v.), Arr.Tact.10.4.    c. = Lat. extraordinarii, Plb.6.26.6, etc.    2. Adv. -τως, = λογάδην, Sch.Th.4.4.

German (Pape)

[Seite 957] auserlesen, bes. von Soldaten, Kerntruppen, Xen. An. 3, 4, 43 Hell. 5, 3, 23 u. Sp., wie Pol. 6, 26, 6. – Adv. ἐπιλέκτως, Erkl. von λογάδην, Schol. Thuc. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλεκτος: -ον, (ἐπιλέγω) ἐκλεκτός, «διαλεχτός», ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐπίλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν, οἱ ἐπίλεκτοι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 43, Ἑλλ. 5. 3, 23· οἱ Λατ. extraordinarii, Πολύβ. 6. 26, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, λογάδην, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi, de choix ; οἱ ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.
Étymologie: ἐπιλέγω¹.