παραλλάξ: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλλάξ''': Ἐπίρρ., [[ἐναλλάξ]], vicissim, ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]] Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. [[ἐναλλάξ]]. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ [[οὕτως]] : : : :, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. [[εἶναι]] = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4. | |lstext='''παραλλάξ''': Ἐπίρρ., [[ἐναλλάξ]], vicissim, ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]] Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. [[ἐναλλάξ]]. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ [[οὕτως]] : : : :, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. [[εἶναι]] = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />irrégulièrement (<i>par opposition à « en alignement »</i>), pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[παραλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A alternately, in turn, S.Aj.1087 ; ἀνάπαλιν καὶ π. Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] π. Arist.Resp.471a11 ; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. Id.Mir.835a1 ; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8. 2 in alternating rows, νῆσοι . . π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102. II π. εἶναι, = παραλλάσσειν 11.1, ἐν τῇ γ π. εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete.385b25. III side by side, Hermog.Meth.5.
German (Pape)
[Seite 487] abwechselnd; ἕρπει παρ. ταῦτα, Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – πάλιν καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παρ. κείμεναι im Ggstz von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102.
Greek (Liddell-Scott)
παραλλάξ: Ἐπίρρ., ἐναλλάξ, vicissim, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. ἐναλλάξ. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ οὕτως : : : :, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. εἶναι = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
irrégulièrement (par opposition à « en alignement »), pêle-mêle.
Étymologie: παραλλάσσω.