σκιαγραφία: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιᾱγρᾰφία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τοῦ σκιαγράφου, (ὃ ἴδε)· σχέδιον, ἰχνογράφημα πρόχειρον δυνάμενον νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν [[μακρόθεν]] θεωρούμενον, σκηνογράφημα, σκ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Πλάτ. Κριτί. 107C· σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγράφειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365C, πρβλ. 602D, Φαίδων 69Β· ἡ σκιὰ καὶ τὰ ἐνύπνια, παραβάλλονται ὡς ἀπατῶντα ἀμφότερα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 2· ἡ δημηγορικὴ [[λέξις]] ἔοικε τῇ σκ., δηλ. κατὰ τὸν σκοπὸν ὃν ἔχει [[ὅπως]] κάμῃ ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 12, 5. | |lstext='''σκιᾱγρᾰφία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τοῦ σκιαγράφου, (ὃ ἴδε)· σχέδιον, ἰχνογράφημα πρόχειρον δυνάμενον νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν [[μακρόθεν]] θεωρούμενον, σκηνογράφημα, σκ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Πλάτ. Κριτί. 107C· σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγράφειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365C, πρβλ. 602D, Φαίδων 69Β· ἡ σκιὰ καὶ τὰ ἐνύπνια, παραβάλλονται ὡς ἀπατῶντα ἀμφότερα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 2· ἡ δημηγορικὴ [[λέξις]] ἔοικε τῇ σκ., δηλ. κατὰ τὸν σκοπὸν ὃν ἔχει [[ὅπως]] κάμῃ ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 12, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />dessin <i>ou</i> peinture avec une juste distribution d’ombre et de lumières ; <i>fig.</i> apparence trompeuse.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαγραφέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A painting with the shadows (cf. σκιαγραφέω), so as to produce an illusion of solidity at a distance, scene-painting, σ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Pl.Criti.107d; σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον Id.R.365c, cf. 602d, Phd.69b, Numen. ap. Eus.PE14.5, 26; ἡ σ. καὶ τὰ ἐνύπνια, compared as being both illusory, Arist. Metaph.1024b23; ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σ., i.e. in being calculated for effect, Id.Rh.1414a8, cf. D.C.52.7.
German (Pape)
[Seite 897] ἡ, die Handlung, die Kunst des σκιαγράφος, Malerei mit richtiger Vertheilung von Schatten u. Licht, bes. perspectivische. – Uebertr., Vorspiegelung, Blendwerk, Täuschung, indem man den Schatten für den Körper selbst ansieht, Plat. Phaed. 69 b Rep. X, 602 d; σκιαγραφίᾳ ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα περὶ αὐτά, Critia. 167 c; vgl. Arist. rhet. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱγρᾰφία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ σκιαγράφου, (ὃ ἴδε)· σχέδιον, ἰχνογράφημα πρόχειρον δυνάμενον νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν μακρόθεν θεωρούμενον, σκηνογράφημα, σκ. ἀσαφεῖ καὶ ἀπατηλῷ χρώμεθα Πλάτ. Κριτί. 107C· σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγράφειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 365C, πρβλ. 602D, Φαίδων 69Β· ἡ σκιὰ καὶ τὰ ἐνύπνια, παραβάλλονται ὡς ἀπατῶντα ἀμφότερα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 2· ἡ δημηγορικὴ λέξις ἔοικε τῇ σκ., δηλ. κατὰ τὸν σκοπὸν ὃν ἔχει ὅπως κάμῃ ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dessin ou peinture avec une juste distribution d’ombre et de lumières ; fig. apparence trompeuse.
Étymologie: σκιαγραφέω.