ἄοζος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοζος''': ὁ, = [[θεράπων]], [[ὑπηρέτης]], ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, [[μάγιρος]], - ὑπηρέτας, - [[ἄοζος]] - [[οἰνοχόος]] Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ [[ῥῆμα]] [[ἀοσσέω]]· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = [[ἀκόλουθος]]), «[[ἄοζος]], [[ὑπηρέτης]], [[διάκονος]]» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).
|lstext='''ἄοζος''': ὁ, = [[θεράπων]], [[ὑπηρέτης]], ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, [[μάγιρος]], - ὑπηρέτας, - [[ἄοζος]] - [[οἰνοχόος]] Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ [[ῥῆμα]] [[ἀοσσέω]]· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = [[ἀκόλουθος]]), «[[ἄοζος]], [[ὑπηρέτης]], [[διάκονος]]» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />serviteur dans un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et [[ὁδός]], <i>litt.</i> « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοζος Medium diacritics: ἄοζος Low diacritics: άοζος Capitals: ΑΟΖΟΣ
Transliteration A: áozos Transliteration B: aozos Transliteration C: aozos Beta Code: a)/ozos

English (LSJ)

ὁ,

   A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,

   A = ἄνοζος, q.v.

German (Pape)

[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
serviteur dans un sacrifice.
Étymologie: p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et ὁδός, litt. « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.