ἐκεῖθι: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκεῖθι''': καὶ κεῖθι (ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, [[ὅπου]] ἂν τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτῇ τοῦτο): Δωρ. [[τηνόθι]] Θεόκρ. 8. 44, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐκεῖ]], Ἰλ. Γ. 402, Ὀδ. Ρ. 10· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. ΙΙ. = [[ἐκεῖσε]], Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 810.
|lstext='''ἐκεῖθι''': καὶ κεῖθι (ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, [[ὅπου]] ἂν τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτῇ τοῦτο): Δωρ. [[τηνόθι]] Θεόκρ. 8. 44, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐκεῖ]], Ἰλ. Γ. 402, Ὀδ. Ρ. 10· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. ΙΙ. = [[ἐκεῖσε]], Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 810.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />là (<i>avec ou sans mouv.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκεῖ]], -θι.
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκεῖθι Medium diacritics: ἐκεῖθι Low diacritics: εκείθι Capitals: ΕΚΕΙΘΙ
Transliteration A: ekeîthi Transliteration B: ekeithi Transliteration C: ekeithi Beta Code: e)kei=qi

English (LSJ)

and κεῖθι (the only form used by Hom. exc. Od.17.10, also by Trag. where metre requires), Aeol. κῆθι Sapph.Supp.25.18 (prob.) : Dor. τηνόθι Theoc.8.44 : poet. for ἐκεῖ, Il.3.402, Od.17.10 : in late Prose,

   A οἱ ἐκεῖθι Ael.NA6.15 ; κεῖθι Alciphr.3.53, Them.Or.4.57a.    II = ἐκεῖσε, κεῖθι μολών Hes.Fr.134.10, cf. Musae.23, Opp. H.4.274, dub. in A.Th.809.

German (Pape)

[Seite 758] dort, = ἐκεῖ, Od. 17, 10 u. sp. D.; auch Her. 1, 182; bei Aesch. Spt. 792, ἐκεῖθι κἦλθον, = ἐκεῖσε; vgl. Opp. H. 4, 274. S. κεῖθι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκεῖθι: καὶ κεῖθι (ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ὅπου ἂν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ τοῦτο): Δωρ. τηνόθι Θεόκρ. 8. 44, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ, Ἰλ. Γ. 402, Ὀδ. Ρ. 10· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. ΙΙ. = ἐκεῖσε, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 810.

French (Bailly abrégé)

adv.
là (avec ou sans mouv.).
Étymologie: ἐκεῖ, -θι.