Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαφηνής: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰφηνής''': Δωρικ. -ᾱνής, ές, = [[σαφής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ [[ἀλήθεια]], Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει ’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] ἔχει τὸ ἐπίθετ.) [[μετὰ]] τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι [[φράσσω]] σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.
|lstext='''σᾰφηνής''': Δωρικ. -ᾱνής, ές, = [[σαφής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ [[ἀλήθεια]], Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει ’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. ([[ὅστις]] [[οὐδαμοῦ]] ἔχει τὸ ἐπίθετ.) [[μετὰ]] τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι [[φράσσω]] σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[σαφής]].<br />'''Étymologie:''' [[σαφής]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰφηνής Medium diacritics: σαφηνής Low diacritics: σαφηνής Capitals: ΣΑΦΗΝΗΣ
Transliteration A: saphēnḗs Transliteration B: saphēnēs Transliteration C: safinis Beta Code: safhnh/s

English (LSJ)

Dor. -ᾱνής, ές,

   A = σαφής, Id.Pers.635 (lyr.), 738 (troch.), S.Tr.892; τὸ σ. the plain truth, Pi.O.10(11).55: σαφήνη is corrupt in A.Ch.197, cf. foreg. Adv. -νῶς Thgn.963 (but -νέως is the better reading); Ion. -νέως Hdt. (who never has the Adj.), with the Verbs εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, 1.140, 3.122, 6.82; τὰ λοιπά σοι φράσω σ. A.Pr.781.

German (Pape)

[Seite 866] ές, dor. σαφανής; Pind. τὸ σαφανὲς κατέφρασεν, Ol. 11, 55; λόγος κρατεῖ σαφηνής, Aesch. Pers. 724, vgl. 626; σαφηνῆ φωνῶ, Soph. Trach. 888; = σαφής. – Adv. σαφηνῶς, Theogn. 963; ion. σαφηνέως, oft bei Her., der das adj. gar nicht braucht, σαφηνέως εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλλεσθαι, deutlicher-, vernehmlicherweise, 1, 140. 3, 122. 6, 82.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰφηνής: Δωρικ. -ᾱνής, ές, = σαφής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 634, 738, Σοφ. Τρ. 892· τὸ σαφανές, ἡ ἁπλῆ καὶ καθαρὰ ἀλήθεια, Πινδ. Ο. 10 (11). 67· - παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 197, ἡ τῶν Ἀντιγρ. γραφὴ σαφηνῆ παρουσιάζει δυσκολίας· ὁ Paley ἀναγινώσκει ’σαφήνει, σαφῶς ἐδήλου, ἐσαφήνιζεν· ὁ δὲ Schütz σαφ’ ἦν μοι, ἦτο φανερὸν εἰς ἐμέ, ὡς τὸ ἦν σαφῶς ἐν Ἀγ. 1636. Ἐπίρρ. -νῶς, Θέογν. 957· Ἰωνικ. -νέως, ἐν Ἡροδ. (ὅστις οὐδαμοῦ ἔχει τὸ ἐπίθετ.) μετὰ τῶν ῥημάτων: εἰπεῖν, λέγεσθαι, ἐξαγγέλεσθαι, 1. 140., 3. 122., 6. 82· τὰ λοιπὰ σοι φράσσω σ. Αἰσχύλ. Πρ. 781.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. σαφής.
Étymologie: σαφής.