παλιρρύμη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιρρύμη''': ἢ παλινρύμη [ῡ], ἡ, ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ὁρμὴ ἢ [[φορά]], ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ὁρή, τοῦ σάλου Πλουτ. Φλαμιν. 10· τῆς τύχης … παλιρρύμην, καταδρομήν, καταφορὰν τῆς τύχης, Πολύβ. 15. 7, 1, Διόδ. 3. 51, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα [[πάλιν]] [[ῥύμη]], ὡς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''πᾰλιρρύμη''': ἢ παλινρύμη [ῡ], ἡ, ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ὁρμὴ ἢ [[φορά]], ἡ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ὁρή, τοῦ σάλου Πλουτ. Φλαμιν. 10· τῆς τύχης … παλιρρύμην, καταδρομήν, καταφορὰν τῆς τύχης, Πολύβ. 15. 7, 1, Διόδ. 3. 51, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα [[πάλιν]] [[ῥύμη]], ὡς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />mouvement en sens inverse, retour.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
or πᾰλιν-ρύμη [ῡ], ἡ,
A rush backwards, back-flow, τοῦ σάλου Plu.Flam.10; π. τύχης a reverse of fortune, Plb. 15.7.1, D.S.3.51 (mostly and perh. rightly written divisim in codd.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιρρύμη: ἢ παλινρύμη [ῡ], ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρμὴ ἢ φορά, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρή, τοῦ σάλου Πλουτ. Φλαμιν. 10· τῆς τύχης … παλιρρύμην, καταδρομήν, καταφορὰν τῆς τύχης, Πολύβ. 15. 7, 1, Διόδ. 3. 51, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πάλιν ῥύμη, ὡς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mouvement en sens inverse, retour.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.