ἀστυφέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστῠφέλικτος''': -ον, «[[ἀτίνακτος]]» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ [[ἀδιάσειστος]], ἀδιατάρακτος, [[ἀκράδαντος]], βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ [[Ἅιδης]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3. | |lstext='''ἀστῠφέλικτος''': -ον, «[[ἀτίνακτος]]» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ [[ἀδιάσειστος]], ἀδιατάρακτος, [[ἀκράδαντος]], βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ [[Ἅιδης]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inébranlable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[στυφελίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unshaken, undisturbed, βασιλεία X.Lac.15.7; θεός Call.Del.26; Ἅιδης Epigr.Gr.540.3; ὕπνου χάριν AP9.764(Paul. Sil.); σῶμα Orph.Fr.168.22; ἀσκηθής ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ Sammelb. 5829.3.
German (Pape)
[Seite 379] unerschüttert, fest, Xen. Luc. 15, 7; Antp. Sid. 51 (VII, 748) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠφέλικτος: -ον, «ἀτίνακτος» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ ἀδιάσειστος, ἀδιατάρακτος, ἀκράδαντος, βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ Ἅιδης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inébranlable.
Étymologie: ἀ, στυφελίζω.