μελανάετος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνάετος''': ὁ, ὁ [[μέλας]] [[ἀετός]], πιθαν. [[ποικιλία]] τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις. | |lstext='''μελᾰνάετος''': ὁ, ὁ [[μέλας]] [[ἀετός]], πιθαν. [[ποικιλία]] τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />aigle <i>ou</i> faucon noir (falco fulvus L.), <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[ἀετός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A black eagle, Arist.HA618b28.
German (Pape)
[Seite 119] od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler, Arist. H. A. 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνάετος: ὁ, ὁ μέλας ἀετός, πιθαν. ποικιλία τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
aigle ou faucon noir (falco fulvus L.), oiseau.
Étymologie: μέλας, ἀετός.