ἐπινῶς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπινῶς''': [[λίαν]] Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν [[ἐπινῶς]], ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ [[ἐπινῶς]] ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, [[ἐπεὶ]] καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει». | |lstext='''ἐπινῶς''': [[λίαν]] Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν [[ἐπινῶς]], ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ [[ἐπινῶς]] ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, [[ἐπεὶ]] καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />trop.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπινέω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A = λίαν, Suid.; read by Sch. for ἐπιμανῶς in Luc.VH2.25.
German (Pape)
[Seite 966] = λίαν, Luc. V. Hist. 2, 25, oder nach Schol. = ἐφελκυστικῶς. Man ändert ἐπιμανῶς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινῶς: λίαν Σουΐδ., ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ ἀντὶ ἐπιμανῶς, ἐν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25· «δεῖ γράφειν ἐπινῶς, ἀλλ. οὐκ ἐπιμανῶς. Σημειοῦ δὲ τὸ ἐπινῶς ἀντὶ τοῦ ἐφελκυστικῶς, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐπινάζει τὸ ἐφέλκεται σημαίνει».
French (Bailly abrégé)
adv.
trop.
Étymologie: ἐπινέω².