ναυαγός: Difference between revisions
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυᾱγός''': -όν, Ἰων. [[ναυηγός]], - [[τύπος]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 18· ([[ἄγνυμι]], ἔᾱγα)· - ὁ παθὼν [[ναυάγιον]], ὁ ναυαγήσας, Λατ. naufragus, Σιμωνίδ. (;) 182, Ἡρόδ. 4. 103, Εὐρ. Ἑλ. 408· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, σῴζειν τοὺς ναυαγήσαντας, Ξεν. Ἑλ. 1. 7, 4· καλυφθεὶς κύμασι ναυηγὸν [[σχέτλιος]] ἔσχε τάφον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 7. 76· οὕτω, ν. [[μόρος]] [[αὐτόθι]] 9. 84. 2) ἐνεργ., ὁ προξενῶν ἢ ἐπιφέρων [[ναυάγιον]], ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 9. 155. ΙΙ. (ἄγω) = ὁ τὴν ναῦν ἄγων, ὁ τῆς νεὼς [[ἀρχηγός]], ἐν χρήσει σχολαστικῇ παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀποσπ. 111. | |lstext='''ναυᾱγός''': -όν, Ἰων. [[ναυηγός]], - [[τύπος]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 18· ([[ἄγνυμι]], ἔᾱγα)· - ὁ παθὼν [[ναυάγιον]], ὁ ναυαγήσας, Λατ. naufragus, Σιμωνίδ. (;) 182, Ἡρόδ. 4. 103, Εὐρ. Ἑλ. 408· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, σῴζειν τοὺς ναυαγήσαντας, Ξεν. Ἑλ. 1. 7, 4· καλυφθεὶς κύμασι ναυηγὸν [[σχέτλιος]] ἔσχε τάφον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 7. 76· οὕτω, ν. [[μόρος]] [[αὐτόθι]] 9. 84. 2) ἐνεργ., ὁ προξενῶν ἢ ἐπιφέρων [[ναυάγιον]], ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 9. 155. ΙΙ. (ἄγω) = ὁ τὴν ναῦν ἄγων, ὁ τῆς νεὼς [[ἀρχηγός]], ἐν χρήσει σχολαστικῇ παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀποσπ. 111. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui fait <i>ou</i> qui a fait naufrage, naufragé.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ἄγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, Ion. ναυηγός (also in late Prose, Alciphr.1.18),
A shipwrecked, Hdt.4.103, E.Hel.408, Philem.213.3; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι pick up shipwrecked men, X.HG1.7.4; ν. τάφος, i. e. a watery grave, AP7.76 (Diosc.); ν. μόρος ib.9.84 (Antiphan.). 2 Act., causing shipwreck, ἄνεμοι ib. 105. II (ἄγω) = ναύαρχος, Euph.158.
German (Pape)
[Seite 230] ion. ναυηγός, Her. 4, 103, – 1) dem das Schiff zerbrochen, schiffbrüchig; ναυαγὸν ἐκπεσόντα, Eur. Hel. 546, öfter; Philem. bei Stob. fl. 30, 4; οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς, Xen. Hell. 1, 7, 4; oft bei Sp.; auch ναυηγὸς μόρος, Antiphan. 6 (IX, 84). – Auch übertr., verunglückt, zu Schaden gekommen. – 2) ein Schiff führend, lenkend, Euphorion fr. 111 in Phot. bibl. 532 b 20; vgl. Suid. u. Lob. Phryn. 429; aber ναυηγοὶ ἄνεμοι, Ep. ad. 383 (IX, 105), vergleicht Mein. zu Euphor. richtig mit naufragum mare des Hor.
Greek (Liddell-Scott)
ναυᾱγός: -όν, Ἰων. ναυηγός, - τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 18· (ἄγνυμι, ἔᾱγα)· - ὁ παθὼν ναυάγιον, ὁ ναυαγήσας, Λατ. naufragus, Σιμωνίδ. (;) 182, Ἡρόδ. 4. 103, Εὐρ. Ἑλ. 408· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, σῴζειν τοὺς ναυαγήσαντας, Ξεν. Ἑλ. 1. 7, 4· καλυφθεὶς κύμασι ναυηγὸν σχέτλιος ἔσχε τάφον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 7. 76· οὕτω, ν. μόρος αὐτόθι 9. 84. 2) ἐνεργ., ὁ προξενῶν ἢ ἐπιφέρων ναυάγιον, ἄνεμοι αὐτόθι 9. 155. ΙΙ. (ἄγω) = ὁ τὴν ναῦν ἄγων, ὁ τῆς νεὼς ἀρχηγός, ἐν χρήσει σχολαστικῇ παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀποσπ. 111.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait ou qui a fait naufrage, naufragé.
Étymologie: ναῦς, ἄγνυμι.