ἀπονοέομαι: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονοέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. ([[νοέω]]): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. [[ἀπονενοημένως]]. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, [[αἰσχρός]]· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ [[παντοποιός]]. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: [[ἀλαζονεύομαι]], Ἰω, Χρυσ. | |lstext='''ἀπονοέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. ([[νοέω]]): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. [[ἀπονενοημένως]]. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, [[αἰσχρός]]· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ [[παντοποιός]]. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: [[ἀλαζονεύομαι]], Ἰω, Χρυσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οοῦμαι;<br />perdre la raison, avoir l’esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A have lost all sense, 1 of fear, to be desperate, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι X.HG6.4.23; ταῖς γνώμαις Plb.16.31.1; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Th.7.81, cf. X.HG7.5.12. 2 of shame or duty, ἀπονενοημένος abandoned fellow, Thphr.Char. 6.1, cf. Isoc.8.93, D.19.69:—later in Act., make desperate, J.AJ18.1.6.
German (Pape)
[Seite 317] dep. pass., von Sinnen kommen, die Besinnung verlieren, verzweifeln, Xen. ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Hell. 6, 4, 23; ἀπονενοημένος 7, 5, 12, vom Muth der Verzweiflung; wie Thuc. 7, 81 u. Luc. Asin. 23; ταῖς γνώμαις Pol. 16. 31; sich selbst aufgeben, Plut. Sol. 31; auch mit dem inf., zu einem verzweifelten Wagniß schreiten, Dio Chrys. II, 134, mit der v. 1. ἐπενοήθησαν; ὁ ἀπονενοημένος, ein verzweifelter, sittlich verlorner, gemeiner Mensch, Isocr. 8, 93; Dem. 25, 32; vgl. Theophr. Char. 6. Vgl. ἀπονενοημένως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονοέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. (νοέω): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. ἀπονενοημένως. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, αἰσχρός· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ παντοποιός. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: ἀλαζονεύομαι, Ἰω, Χρυσ.
French (Bailly abrégé)
-οοῦμαι;
perdre la raison, avoir l’esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.
Étymologie: ἀπό, νοέω.