διακονέω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾱκονέω''': Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ ([[διάκονος]]). ‘Υπηρετῶ, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· [[μετὰ]] δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. [[πρός]] τι, εἶμαι [[ὠφέλιμος]], συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., [[οἶνον]] ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι [[διάκονος]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[παρέχω]], χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν [[καλῶς]] δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10. | |lstext='''διᾱκονέω''': Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ ([[διάκονος]]). ‘Υπηρετῶ, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· [[μετὰ]] δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. [[πρός]] τι, εἶμαι [[ὠφέλιμος]], συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., [[οἶνον]] ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι [[διάκονος]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[παρέχω]], χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν [[καλῶς]] δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδιακόνουν, <i>f.</i> διακονήσω, <i>ao.</i> ἐδιακόνησα, <i>pf.</i> δεδιακόνηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδιακονήθην, <i>pf.</i> δεδιακόνημαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> être serviteur, faire office de serviteur, servir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fournir, procurer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακονέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> faire office de serviteur pour soi-même ; pourvoir à ses besoins;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> δ. [[τί]] τινι, servir qch (du vin) à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διάκονος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. διηκ-, impf.
A ἐδιακόνουν E.Cyc.406 (dub.), Alc. Com.13, Nicostr.Com.36; later διηκόνουν Ev.Matt.4.11: fut. -ήσω Hdt.4.154, Pl.Grg.521a: aor. διηκόνησα Aristid.2.198 J.; inf. -ῆσαι Antipho 1.16: pf. δεδιακόνηκα Arched.3.8:—Med., impf. διηκονούμην Luc.Philops.35: fut. -ήσομαι Id.DDeor.4.4: aor. διηκονησάμην Id.Tyr.22:—Pass., fut. δεδιακονήσομαι J.AJ18.8.7: aor. ἐδιακονήθην D.50.2: pf. δεδιακόνημαι, v. infr. 11: (διάκονος):—minister, do service, abs., E.Ion 396, Ar.Av.1323, POxy.275.10(i A.D.): c. dat. pers., serve D.19.69, etc.; δ. διακονικὰ ἔργα Arist.Pol.1333a8; δ. ὑποθήκαις τινός Antipho 1.17; δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Posidipp.2; δ. πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Pl.R.371d:—Med., minister to one's own needs, serve oneself, S.Ph.287; αὑτῷ διακονεῖται Ar.Ach.1017; διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς acting as servants and serving themselves, Pl.Lg.763a: also simply like Act., οἶνον ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Luc.Asin.53, cf. Lib.Or.53.9:—Pass., to be served, οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι Ev.Matt.20.28. 2 to be a deacon, 1 Ep.Ti.3.10,13. II c.acc.rei, render a service, τινὶ ὅ τι ἂν δεηθῇ Hdt.4.154, cf.Pl.Plt.290a; δ. γάμους Posidipp.26.19:—Pass., to be supplied, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] D.50.2; τῶν καλῶς δεδιακονημένων Id.51.7: c. dat. instr., ἐκπώμασι διακονείσθωσαν OGI383.159 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 582] ion. διηκονέω; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήθησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; dienen, bedienen, aufwarten; οὐδὲν διαφερόντως τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηθῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; μέθυ ἐμοί 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. διακόνημα, τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκονέω: Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ (διάκονος). ‘Υπηρετῶ, προσφέρω ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· μετὰ δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. πρός τι, εἶμαι ὠφέλιμος, συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., οἶνον ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι διάκονος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., παρέχω, χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν καλῶς δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐδιακόνουν, f. διακονήσω, ao. ἐδιακόνησα, pf. δεδιακόνηκα;
Pass. ao. ἐδιακονήθην, pf. δεδιακόνημαι;
1 intr. être serviteur, faire office de serviteur, servir;
2 tr. fournir, procurer, acc.;
Moy. διακονέομαι-οῦμαι;
1 intr. faire office de serviteur pour soi-même ; pourvoir à ses besoins;
2 tr. δ. τί τινι, servir qch (du vin) à qqn.
Étymologie: διάκονος.