διέρπω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διέρπω''': [[ἕρπω]] ἢ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F. | |lstext='''διέρπω''': [[ἕρπω]] ἢ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διέρψω;<br />ramper <i>ou</i> se traîner à travers : [[τι]], [[διά]] τινος à travers qch.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἕρπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
A creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.
German (Pape)
[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.
Greek (Liddell-Scott)
διέρπω: ἕρπω ἢ διέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.
French (Bailly abrégé)
f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.