βορβοροτάραξις: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βορβοροτάραξις''': ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.
|lstext='''βορβοροτάραξις''': ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ) :<br />(<i>litt.</i> qui trouble la fange) brouillon importun.<br />'''Étymologie:''' [[βόρβορος]], [[τάραξις]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβοροτάραξις Medium diacritics: βορβοροτάραξις Low diacritics: βορβοροτάραξις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΟΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: borborotáraxis Transliteration B: borborotaraxis Transliteration C: vorvorotaraksis Beta Code: borborota/racis

English (LSJ)

ὁ,

   A mud-stirrer, Ar.Eq.309.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.

Greek (Liddell-Scott)

βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
(litt. qui trouble la fange) brouillon importun.
Étymologie: βόρβορος, τάραξις.