σταθμητός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.
German (Pape)
[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu’on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.