εὔτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτρεπτος''': -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[ἐπιρρεπής]], [[εὔτρεπτος]] πρὸς μεταβολάς, [[εὐμετάβολος]], [[αὐτόθι]] 978F, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 121.
|lstext='''εὔτρεπτος''': -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[ἐπιρρεπής]], [[εὔτρεπτος]] πρὸς μεταβολάς, [[εὐμετάβολος]], [[αὐτόθι]] 978F, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 121.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile <i>ou</i> inconstant;<br /><b>2</b> enclin : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρεπτος Medium diacritics: εὔτρεπτος Low diacritics: εύτρεπτος Capitals: ΕΥΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eútreptos Transliteration B: eutreptos Transliteration C: eytreptos Beta Code: eu)/treptos

English (LSJ)

ον,

   A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b.    2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1.    b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3.    3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f.    4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86.    5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.

German (Pape)

[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.