διαιρετός: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαιρετός''': -ή, -όν, διῃρημένος, κεχωρισμένος, ἀντίθ. τῷ [[σύνθετος]], Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20· δ. τυραννίδες, ἐπὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ καθαρῶν δημοκρατιῶν, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 35. 2) διαιρέσιμος, ἀντίθ. τῷ [[συνεχής]], ὁ αὐτ. Φυσ. 1. 2, 8, Ἀναλ. Ὑστ. 2. 6, 3, Ἠθ. Ν. 2. 6, 4· - δ. [[ναῦς]], ἥτις δύναται νὰ διαλυθῇ εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 5, 26. ΙΙ. διῃρημένος, διανενεμημένος, μοῖραν γῆς διαιρετὴν νέμειν Σοφ. Τρ. 163, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ. ΙΙΙ. [[εὐδιάκριτος]], οὐ δ. λόγῳ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ ὁρίσῃ διὰ τοῦ λόγου, Θουκ. 1. 84. - Ἐπιρρ. διαιρετῶς Γρηγ. Ναζ. 2, 28Α. | |lstext='''διαιρετός''': -ή, -όν, διῃρημένος, κεχωρισμένος, ἀντίθ. τῷ [[σύνθετος]], Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20· δ. τυραννίδες, ἐπὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ καθαρῶν δημοκρατιῶν, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 35. 2) διαιρέσιμος, ἀντίθ. τῷ [[συνεχής]], ὁ αὐτ. Φυσ. 1. 2, 8, Ἀναλ. Ὑστ. 2. 6, 3, Ἠθ. Ν. 2. 6, 4· - δ. [[ναῦς]], ἥτις δύναται νὰ διαλυθῇ εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 5, 26. ΙΙ. διῃρημένος, διανενεμημένος, μοῖραν γῆς διαιρετὴν νέμειν Σοφ. Τρ. 163, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ. ΙΙΙ. [[εὐδιάκριτος]], οὐ δ. λόγῳ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ ὁρίσῃ διὰ τοῦ λόγου, Θουκ. 1. 84. - Ἐπιρρ. διαιρετῶς Γρηγ. Ναζ. 2, 28Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> divisé :<br /><b>1</b> désuni, séparé;<br /><b>2</b> distribué, réparti;<br /><b>II.</b> qu’on peut distinguer, <i>càd</i> fixer <i>ou</i> déterminer (par le langage).<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαιρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν (ός, όν S.Tr.163),
A divided, separated, opp. σύνθετος, X.Cyr.4.3.20; δ. τυραννίδες, of extreme oligarchies and pure democracies, Arist.Pol.1312b37. b having divisions, ἀμφορεῖς Id.Ath.68.3. 2 divisible, Parm.8.22; πᾶν συνεχὲς δ. εἰς ἀεὶ διαιρετά Arist.Ph.231b16, cf.EN1106a26; opp. ἀδιαίρετος, Id.APo. 92a23; δ. ψυχή Id.de An.411b27; δ. πλοῖα which can be taken to pieces, D.S.2.16. Adv. -τῶς Dam.Pr.174. II divided, distributed, μοῖραν γῆς διαιρετὸν νέμειν S.l.c. III distinguishable, τύχας οὐ λόγῳ δ. not to be determined by argument, Th.1.84.
German (Pape)
[Seite 579] getrennt; Ggstz σύνθετος, Xen. Cyr. 4, 3, 20; vgl. Soph. Tt. 163; – trennbar, theilbar; Ggstz συνεχές, Arist.; πλοῖα, auseinander zu nehmen, D. Sic. 2, 16; – zu erklären, λόγῳ Thuc. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρετός: -ή, -όν, διῃρημένος, κεχωρισμένος, ἀντίθ. τῷ σύνθετος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20· δ. τυραννίδες, ἐπὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ καθαρῶν δημοκρατιῶν, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 35. 2) διαιρέσιμος, ἀντίθ. τῷ συνεχής, ὁ αὐτ. Φυσ. 1. 2, 8, Ἀναλ. Ὑστ. 2. 6, 3, Ἠθ. Ν. 2. 6, 4· - δ. ναῦς, ἥτις δύναται νὰ διαλυθῇ εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 5, 26. ΙΙ. διῃρημένος, διανενεμημένος, μοῖραν γῆς διαιρετὴν νέμειν Σοφ. Τρ. 163, ἔνθα ἴδε Δινδ. ΙΙΙ. εὐδιάκριτος, οὐ δ. λόγῳ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ ὁρίσῃ διὰ τοῦ λόγου, Θουκ. 1. 84. - Ἐπιρρ. διαιρετῶς Γρηγ. Ναζ. 2, 28Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. divisé :
1 désuni, séparé;
2 distribué, réparti;
II. qu’on peut distinguer, càd fixer ou déterminer (par le langage).
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.