ὑπόπορτις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόπορτις''': -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον [[ὑποκάτω]], ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης [[τέκνον]] εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. [[ὕπαρνος]], [[ὑπόπωλος]]. | |lstext='''ὑπόπορτις''': -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον [[ὑποκάτω]], ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης [[τέκνον]] εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. [[ὕπαρνος]], [[ὑπόπωλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ἡ) :<br />mère qui allaite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πόρτις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A with a calf under her, of a cow: metaph. of a mother with a child at the breast, Hes.Op.603; cf. ὕπαρνος.
German (Pape)
[Seite 1229] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον ὑποκάτω, ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης τέκνον εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπωλος.