εὔαρχος: Difference between revisions
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔαρχος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] ἄρχων, ὁ [[καλῶς]] κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ [[καλῶς]] ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, [[λόγος]] Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν [[ἀρχήν]], Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304. | |lstext='''εὔαρχος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] ἄρχων, ὁ [[καλῶς]] κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ [[καλῶς]] ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, [[λόγος]] Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν [[ἀρχήν]], Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui commence bien, qui débute bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A governing well, Lvc.233. 2 easily governed, Arist.Oec.1344b14. II beginning well, λόγος Luc.Lex.1; making a good beginning, of one's first customer in the market, AP6.304 (Phan., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1057] gut anfangend, λόγος, Luc. Lexiph. 1; wohl regierend, Lycophr. 233; ἐμπολεύς, der erste Käufer, der das Handgeld giebt, Phani. 7 (VI, 304), nach E. M. so genannt, um eine gute Vorbedeutung zu haben, vgl. Arist. elench. 33.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρχος: -ον, ὁ καλῶς ἄρχων, ὁ καλῶς κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ καλῶς ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, λόγος Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν ἀρχήν, Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commence bien, qui débute bien.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.