συλλήπτωρ: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συλλήπτωρ''': -ορος, ὁ, βοηθός, [[συνεργός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ. | |lstext='''συλλήπτωρ''': -ορος, ὁ, βοηθός, [[συνεργός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui aide <i>ou</i> protège, auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A accomplice, assistant, A.Ag.1507; τινος in a thing, E.Or.1230, Antipho 3.3.10, X.Mem.2.2.12, Pl.Smp.218d, etc.
German (Pape)
[Seite 976] ορος, ὁ, = συλληπτήρ, Helfer; Aesch. Ag. 1488; πόνου, Eur. I. T. 95, vgl. Or. 1230; auch in Prosa: Plat. Phaed. 82 e Conv. 218 d; Antiph. 3 γ 10. Xen. Mem. 2, 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, βοηθός, συνεργός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui aide ou protège, auxiliaire.
Étymologie: συλλαμβάνω.