περικαθάπτω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικαθάπτω''': προσδένω ἢ ἀναρτῶ [[πέριξ]], περικαθάψαντες [[ἀγγεῖον]] Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω [[ἐπάνω]] μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε. | |lstext='''περικαθάπτω''': προσδένω ἢ ἀναρτῶ [[πέριξ]], περικαθάψαντες [[ἀγγεῖον]] Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω [[ἐπάνω]] μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=attacher autour : τινί [[τι]] attacher une chose à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> περικαθάπτομαι attacher <i>ou</i> ajuster sur soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καθάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A fasten or put on, τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29 :— Med., fasten on oneself, put on, νεβρίδας Id.2.364e. 2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6 ; ἄμβικα Dsc.5.95 ; τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45 ; enclose, πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31. 3 intr. c. dat., grasp, enclose, ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9, Gal.Phil.Hist.94.
German (Pape)
[Seite 578] rings herum od. darüber anknüpfen, ἀγκίστρῳ ἰχθῦς, Plut. Art. 29. – Med. sich anziehen, νεβρίδας, Plut. Is. et Osir. 35.
Greek (Liddell-Scott)
περικαθάπτω: προσδένω ἢ ἀναρτῶ πέριξ, περικαθάψαντες ἀγγεῖον Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω ἐπάνω μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε.
French (Bailly abrégé)
attacher autour : τινί τι attacher une chose à une autre;
Moy. περικαθάπτομαι attacher ou ajuster sur soi, acc..
Étymologie: περί, καθάπτω.