ὑπερακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, ὑπερτερῶ, περνῶ, Νικίαν ταῖς μνηχαναῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 363· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ.· [[ἀλλά]], διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα, ὑπερέβαλον αὐτὸν διὰ τῶν διακοσίων μου βοῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 659, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 5· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινὰ κλέπτων, ὑπερτερῶ εἰς τὸ κλέπτειν, Ἀριστοφ. Πλ. 666.
|lstext='''ὑπερᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, ὑπερτερῶ, περνῶ, Νικίαν ταῖς μνηχαναῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 363· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ.· [[ἀλλά]], διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα, ὑπερέβαλον αὐτὸν διὰ τῶν διακοσίων μου βοῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 659, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 5· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινὰ κλέπτων, ὑπερτερῶ εἰς τὸ κλέπτειν, Ἀριστοφ. Πλ. 666.
}}
{{bailly
|btext=être plus fort <i>ou</i> plus habile à lancer le javelot ; <i>p. ext.</i> surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἀκοντίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾰκοντίζω Medium diacritics: ὑπερακοντίζω Low diacritics: υπερακοντίζω Capitals: ΥΠΕΡΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: hyperakontízō Transliteration B: hyperakontizō Transliteration C: yperakontizo Beta Code: u(perakonti/zw

English (LSJ)

   A overshoot, i. e. outdo, Νικίαν ταῖς μηχαναῖς Ar.Av. 363 (troch.); διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα I overshot him with my 200 kine, Id.Eq.659, cf. Diph.66.5; also κλέπτων τοὺς βλέποντας ὑπερηκόντικεν has outdone them in stealing, Ar.Pl.666:—Pass., [ἡ ἰατρικὴ] ὑπερηκοντίσθη κατὰ τὴν ἀξίαν πασῶν τῶν κατὰ τὸν βίον χρειῶν has been made to excel... Alex.Aphr.Pr.2Prooem.

German (Pape)

[Seite 1190] mit dem Spieße darüber wegwerfen, übertr., übertreffen, τινά τινι, Einen worin, Ar. Av. 363; auch τινά mit folgdm partic., Plut. 666; σὲ ὑπερηκόντισε τῇ ἀπαιδευσίᾳ Luc. adv. ind. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, ὑπερτερῶ, περνῶ, Νικίαν ταῖς μνηχαναῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 363· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ.· ἀλλά, διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα, ὑπερέβαλον αὐτὸν διὰ τῶν διακοσίων μου βοῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 659, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 5· ὡσαύτως, ὑπ. τινὰ κλέπτων, ὑπερτερῶ εἰς τὸ κλέπτειν, Ἀριστοφ. Πλ. 666.

French (Bailly abrégé)

être plus fort ou plus habile à lancer le javelot ; p. ext. surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀκοντίζω.