βαυκαλάω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαυκαλάω''': συγγενὲς τῷ [[βαυβάω]], [[ἀποκοιμίζω]], Λουκ. Λεξιφ. 11, Ὠριγέν. Ἐντεῦθεν βαυκάλημα, τό, νανούρισμα, Ἐπ. Σωκρ. 27. Ὡσαύτως βαυκαλίζω, = [[βαυκαλάω]] (πρβλ. τὸ σύνθετ. καταβ-)· καὶ ἀμφίβολ. [[τύπος]] βαυκανίζω παρ’ Ἡσυχ. (Ὀνοματ. ἐκ τοῦ ᾄσματος τῆς τροφοῦ. Πρβλ. τὸν Μοῖρ.). | |lstext='''βαυκαλάω''': συγγενὲς τῷ [[βαυβάω]], [[ἀποκοιμίζω]], Λουκ. Λεξιφ. 11, Ὠριγέν. Ἐντεῦθεν βαυκάλημα, τό, νανούρισμα, Ἐπ. Σωκρ. 27. Ὡσαύτως βαυκαλίζω, = [[βαυκαλάω]] (πρβλ. τὸ σύνθετ. καταβ-)· καὶ ἀμφίβολ. [[τύπος]] βαυκανίζω παρ’ Ἡσυχ. (Ὀνοματ. ἐκ τοῦ ᾄσματος τῆς τροφοῦ. Πρβλ. τὸν Μοῖρ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />endormir par des chants à la façon des nourrices.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[βαυβάω]] ; pê βαυ- et [[κηλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A lull to sleep, Crates Ep.33, Luc.Lex.11 (wrongly said to be Att. by Moer.102): metaph., nurse, look after, Aret.SD2.11.
German (Pape)
[Seite 439] einschläfern, bes. Kinder durch Wiegenlieder, nach Möris attisch statt des hellenistischen κατακοιμίζω; Luc. Lexiph. 11 Ael. H. A. 14, 20.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκαλάω: συγγενὲς τῷ βαυβάω, ἀποκοιμίζω, Λουκ. Λεξιφ. 11, Ὠριγέν. Ἐντεῦθεν βαυκάλημα, τό, νανούρισμα, Ἐπ. Σωκρ. 27. Ὡσαύτως βαυκαλίζω, = βαυκαλάω (πρβλ. τὸ σύνθετ. καταβ-)· καὶ ἀμφίβολ. τύπος βαυκανίζω παρ’ Ἡσυχ. (Ὀνοματ. ἐκ τοῦ ᾄσματος τῆς τροφοῦ. Πρβλ. τὸν Μοῖρ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
endormir par des chants à la façon des nourrices.
Étymologie: DELG cf. βαυβάω ; pê βαυ- et κηλέω.