κηλέω

English (LSJ)

charm, bewitch, beguile, esp. by music, κόρην ὕμνοισι E.Alc.359; ᾠδαῖς Pl.Ly.206b; κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεύς Id.Prt.315a, cf.Luc.Ind.12; οὕτως ἐκήλει, of Pericles as an orator, Eup.94.6; ἐπᾴδων κ. charm by incantation, Pl.Phdr.267d; τῷ με κηλήσεις τρόπῳ; Achae.17.2; of bribery, Theopomp.Com.30:—Pass., κηλεῖται ἀοιδαῖς Archil. ap. Phld.Mus. p.20 K., cf. Pi.Dith.2.22; ὑπὸ σοῦ ὥσπερ ὄφις κηληθῆναι Pl.R. 358b; ὑπὸ δώρων κηλούμενος Id.Lg.885d; ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς = under the spell of pleasure Id.R.413c; ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται, τούτοις κεκήληνται Aeschin.1.191; παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Arist.EE1230b35: rarely in good sense, παιδείᾳ τὸν νοῦν κηληθείς Pl.Ep.333c.

German (Pape)

[Seite 1430] besänftigen, beruhigen, mildern, lindern, Sp. – Gewöhnlich = θέλγω, durch Musik, Gesang, zauberische Worte besänftigen, bezaubern; τὴν κόρην ὕμνοισι κηλήσαντα Eur. Alc. 360; κηλῶν τῇ φωνῇ, ὥσπερ Ὀρφεύς Plat. Prot. 315 a; ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν Lys. 206 b; so öfter von ὄφις κηληθῆναι φαίνεται Rep. II, 358 b; ὠργισμένοις ἐπᾴδων κηλεῖν Phaedr. 267 d; τῇ ἀπὸ τοῦ στόματος δυνάμει Conv. 215 c; aber auch ὑπό τινων δώρων κηλούμενος, Legg. IX, 885 d; ὑφ' ἡδονῆς κηληθέντες Rep. III, 413 c; bestechen, Theop. com. Ath. XI, 485 c; χρυσῷ κεκήληται Luc. Nigr. 15; Hermot. 72; vgl. auch Aesch. 1, 191. – Krankheiten durch Zauberformeln lindern, heilen, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

κηλῶ :
f. κηλήσω, ao. ἐκήλησα;
1 charmer, séduire (par le chant, la musique, la parole, etc.);
2 charmer, fasciner, apprivoiser (des animaux, etc.);
3 en mauv. part séduire, corrompre.
Étymologie: DELG cf. lat. calumnia.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηλέω betoveren, m. n. met muziek en gezang.

Russian (Dvoretsky)

κηλέω:
1 очаровывать, заколдовывать, завораживать (τινα ὕμνοισι Eur.; κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεύς Plat.; οἱ κηλούμενοι παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Arst.);
2 укрощать, смягчать (τὸν νοῦν παιδείᾳ Plat.; τὰς ὀρέξεις Plut.);
3 прельщать, соблазнять (ὑφ᾽ ἡδονῆς κηληθείς Plat.; κηλεῖσθαι ὑπὸ τῶν λεγομένων Plut.): ὑπὸ δώρων κηλούμενος Plat. подкупленный дарами.

Greek Monolingual

(I)
κηλῶ, κηλέω (Α)
1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ.
β. «κηλούμενος παρὰ ταῖς Σειρῆσιν», Αριστοτ.)
2. παθ. κηλοῦμαι, κηλέομαι
προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων κηλούμενος», Πλάτ.
β. «ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kēl- «εξαπατώ, κολακεύω» και συνδέεται με γοτθ. (af)hōlōn «συκοφαντώ», αγγλοσαξ. hōlian, αρχ. άνω γερμ. huolen «απατώ», αγγλοσαξ. hōl «συκοφαντία, λατ. calvor «απαντώ», calumnia «συκοφαντία». Κατ' άλλους, συνδέεται με τις λ. κέλαδος, καλεῖν, κόλαξ. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, συνδέεται με ρωσ. šalitb αυθαδιάζω» και τσεχ. šaliti «εξαπατώ».
ΠΑΡ. αρχ. κηλέστης, κηληδόνες, κηληθμός, κήληθρον, κήλημα, κήλησις, κηλήτειρα, κηλητήριος, κηλητής, κήλητρον, κηλητικός, κηλήτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκκηλέω, κατακηλέω, υπερκηλέω].
(II)
κηλῶ, κηλόω (Α, Μ κηλώνω) κήλη
μσν.
1. απαλλάσσω
2. παθ. κηλώνομαι-παθαίνω κήλη
αρχ.
ενεργώ άμβλωση.
(III)
κηλῶ, κηλόω (Α)
δ. τ. του κηλώ, κηλέω (I).

Greek (Liddell-Scott)

κηλέω: θέλγω, μαγεύω, τέρπω, προσάγομαι, προσελκύω, ἰδίως διὰ τῆς μουσικῆς, Λατιν. mulcere, κόρην ὕμνοισι Εὐρ. Ἄλκ. 359· ᾠδαῖς Πλάτ. Λῦσ. 206Β· κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεὺς ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 315Α, πρβλ. Λουκ. πρὸς ἀπαίδ. 12· οὕτως ἐκήλει, ἐπὶ τοῦ Περικλέους ὡς ῥήτορος, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 6. 6· ἐπᾴδων κ., δι’ ἐπῳδῶν καταθέλγω, μαγεύω, Πλάτ. Φαῖδρ. 267D· μαγεύω ὄφεις, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 358Β, πρβλ. Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 641D ἐπὶ δωροδοκίας, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Μήδῳ» 1· ὑπὸ δώρων κηλούμενος Πλάτ. Νομ. 885D· ὑφ’ ἡδονῆς κηληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413C, πρβλ. Αἰσχίν. 27. 13· παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 7. ― σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, τὸν νοῦν παιδείᾳ κηληθεὶς Πλάτ. Ἐπιστ. 333C.

English (Slater)

κηλέω charm ὁ δὲ (sc. Διόνυσος) κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις Δ. 2. 22.

Greek Monotonic

κηλέω: μέλ. -ήσω, γοητεύω, σαγηνεύω, θέλγω, προσελκύω, ιδίως, μέσω μουσικής, Λατ. mulcere, σε Ευρ., Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: charm, bewitch (ion. att.).
Other forms: Aor. κηλῆσαι,
Compounds: also with κατα-, ὑπερ-, ἐκ-,
Derivatives: Verbal nouns: κηληθμός enchantment (λ 334 = ν 2; Chantraine Formation 137), κήλησις id. (Pl.), κήλημα charm (Ibyc., E.), κήληθρον id. (Phryn., H.); - Κηληδόνες f. pl. name of mythical songstresses, who resembled the Sirenes (Pi.; cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 268), κηλήτωρ enchanter (Orph.), -ήτειρα f. (Hes. Op. 464 εὑκηλήτειρα; s. Fraenkel Nom. ag. 1, 111; = ἡσυχάστρια H.), κηλητήριος enchanting (S., E.), -ητικός (Ath., Ael.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [551] *kel- enchant, deceive
Etymology: Deverbative formation (Schwyzer 720) of unknown origin. With Bugge Gurt. Stud. 4, 331f. one compares a diff. formed Germanic deverbat. with deviant meaning: Goth. (af)hōlōn slender, συκοφαντεῖν (would be Gr. *κωλάω as πωτάομαι) = OE. hōlian id., OHG huolen deceive (with as backformations OE. hōl n. slender, OWNo. hōl n. praise, ostentation, cf. Wissmann Nom. postv. 125). (With the Germanic word agrees semantically the formally different Lat. calvor, devide tricks, deceive with calumnia trickery, false accusation, malicious prosecution. A primary verb is unknown. - Diff. Prellwitz Wb.: to κέλαδος, καλεῖν (s. vv. [ wrong]). Diff. Machek Slavia 16, 184ff.: to Russ. šalítь be reckless, Czech. šáliti deceive; against this Vasmer Russ. et. Wb. s. šalítь. - Pok. 551, W.-Hofmann s. calumnia.

Middle Liddell

fut. -ήσω
to charm, bewitch, enchant, beguile, fascinate, esp. by music, Lat. mulcere, Eur., Plat.

Frisk Etymology German

κηλέω: {kēléō}
Forms: Aor. κηλῆσαι,
Grammar: v.
Meaning: bezaubern, betören, besänftigen (ion. att.).
Composita: auch mit κατα-, ὑπερ-, ἐκ-,
Derivative: Davon mehrere Verbalnomina: κηληθμός Bezauberung (λ 334 = ν 2; Chantraine Formation 137), κήλησις ib. (Pl.), κήλημα Zauber (Ibyk., E.), κήληθρον ib. (Phryn., H.); — Κηληδόνες f. pl. N. mythischer Sängerinnen, die den Sirenen ähnelten (Pi.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 268), κηλήτωρ Bezauberer (Orph.), -ήτειρα f. (Hes. Op. 464 εὐκηλήτειρα; wohl Juxtaposition, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 111; = ἡσυχάστρια H.), κηλητήριος bezaubernd, betörend (S., E.), -ητικός (Ath., Ael.).
Etymology: Deverbative Bildung (Schwyzer 720) unklarer Herkunft. Mit Bugge Gurt. Stud. 4, 331f. wird allgemein ein anders gebildetes germanisches Deverbativum etwas abweichender Bedeutung zum Vergleich herangezogen: got. (af)hōlōn verleumden, συκοφαντεῖν (wäre gr. *κωλάω wie πωτάομαι) = ags. hōlian ib., ahd. huolen betrügen (wozu als Rückbildungen ags. hōl n. Verleumdung, awno. hōl n. Lob, Prahlerei, vgl. Wissmann Nom. postv. 125). Zum germanischen Wort stimmt semantisch das formal davon abweichende lat. calvor, -ī Ränke schmieden, täuschen mit calumnia falsche Anklage, Betrug, Verleumdung. Ein entsprechendes primäres Verb ist nirgends zu belegen. — Anders Prellwitz Wb. (als Alternative): zu κέλαδος, καλεῖν (s. dd.). Wieder anders Machek Slavia 16, 184ff.: zu russ. šalítь übermütig, mutwillig sein, čech. šáliti täuschen, betrügen usw.; dagegen Vasmer Russ. et. Wb. s. šalítь. — WP. 1, 446, Pok. 551, W.-Hofmann s. calumnia.
Page 1,839

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=θέλγω, μαγεύω). Ἀπό ρίζα καλ- καί μέ μετάπτωση κηλ-. Θέμα: κηλ+έ+ω → κηλέω -ῶ.
Παράγωγα: κηληθμός, κήλημα, κήλησις, κηλητής, κηλητήριος, κηλήτειρα, κηλητικός, κήλητρον, ἀκήλητος, Κηληδόνες (=ὠδικά δαιμόνια, ὅπως οἱ Σειρῆνες).