προσσταυρόω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσσταυρόω''': [[σχηματίζω]] [[σταύρωμα]] ἢ [[χαράκωμα]] πρὸ πράγματός τινος, μετ’ αἰτ., τὰς τριήρεις... προσεσταύρωσε (κατὰ ἓν ἀντιγραφ. προεσταύρωσε) Θουκ. 4. 9., ἴδε ἔκδ. Arnold καὶ Bloomfield ἐν τόπῳ. | |lstext='''προσσταυρόω''': [[σχηματίζω]] [[σταύρωμα]] ἢ [[χαράκωμα]] πρὸ πράγματός τινος, μετ’ αἰτ., τὰς τριήρεις... προσεσταύρωσε (κατὰ ἓν ἀντιγραφ. προεσταύρωσε) Θουκ. 4. 9., ἴδε ἔκδ. Arnold καὶ Bloomfield ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />entourer de palissades, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[σταυρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A draw a stockade along or before a place, c. acc., π. τὰς τριήρεις Th.4.9; τὰς τάφρους App.BC5.33.
German (Pape)
[Seite 780] mit Pallisaden umgeben; Thuc. 4, 9, τὰς τριήρεις, die aufs Land gezogenen Schiffe; τάφρους, App. B. C. 5, 33.
Greek (Liddell-Scott)
προσσταυρόω: σχηματίζω σταύρωμα ἢ χαράκωμα πρὸ πράγματός τινος, μετ’ αἰτ., τὰς τριήρεις... προσεσταύρωσε (κατὰ ἓν ἀντιγραφ. προεσταύρωσε) Θουκ. 4. 9., ἴδε ἔκδ. Arnold καὶ Bloomfield ἐν τόπῳ.