πρῳράτης: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῳράτης''': [ᾱ], ὁ, [[πρῳρεύς]], ἀντίθετ. τῷ [[πρυμνήτης]], prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, [[Πολυδ]]. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470. | |lstext='''πρῳράτης''': [ᾱ], ὁ, [[πρῳρεύς]], ἀντίθετ. τῷ [[πρυμνήτης]], prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, [[Πολυδ]]. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />pilote en second <i>litt.</i> « qui se tient à la proue ».<br />'''Étymologie:''' [[πρῴρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,= πρῳρεύς, opp. πρυμνήτης, X.Ath.1.2, Poll.1.95: metaph.,
A π. στρατοῦ S.Fr.524.1.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, πρῳρεύς, ἀντίθετ. τῷ πρυμνήτης, prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pilote en second litt. « qui se tient à la proue ».
Étymologie: πρῴρα.