θινώδης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῑνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀμμώδει ἀκτῇ, [[ἀμμώδης]], Στράβ. 344· θινῶδες [[ἄγκιστρον]], ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α. | |lstext='''θῑνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ἀμμώδει ἀκτῇ, [[ἀμμώδης]], Στράβ. 344· θινῶδες [[ἄγκιστρον]], ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />couvert de sable, de dunes.<br />'''Étymologie:''' [[θίς]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.
German (Pape)
[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.
Greek (Liddell-Scott)
θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.