κελεός: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελεός''': ἡ, [[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]] (ὁ Σουΐδ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. [[ὄρνεον]] ταχύτατον ἀπὸ τοῦ κέλλειν = [[ταχέως]] βαδίζειν), Picus viridis, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8., 9. 1, 27.- «Κελεός, [[ἥρως]] [[Ἀθηναῖος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''κελεός''': ἡ, [[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]] (ὁ Σουΐδ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. [[ὄρνεον]] ταχύτατον ἀπὸ τοῦ κέλλειν = [[ταχέως]] βαδίζειν), Picus viridis, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8., 9. 1, 27.- «Κελεός, [[ἥρως]] [[Ἀθηναῖος]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pivert, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de sûr.
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελεός Medium diacritics: κελεός Low diacritics: κελεός Capitals: ΚΕΛΕΟΣ
Transliteration A: keleós Transliteration B: keleos Transliteration C: keleos Beta Code: keleo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, 610a9.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, ein Waldvogel, Arist. H. A. 8, 3. 9, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κελεός: ἡ, πράσινος δρυοκολάπτης (ὁ Σουΐδ. καὶ ὁ Μέγ. Ἐτυμ. ὄρνεον ταχύτατον ἀπὸ τοῦ κέλλειν = ταχέως βαδίζειν), Picus viridis, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8., 9. 1, 27.- «Κελεός, ἥρως Ἀθηναῖος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: DELG rien de sûr.