εὔστομος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔστομος''': -ον, ([[στόμα]]) ἔχων [[στόμα]] εὐμέγεθες, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 2· ἐπὶ ἵππου, εὔστ. τῷ χαλινῷ, ὁ [[ἄνευ]] δυσκολίας δεχόμενος τὸν χαλινόν, [[εὐάγωγος]], ἀντίθετον τῷ ἄστομος, Πλουτ. 2. 39Α· ἔχων μέγα [[στόμα]], ἐπὶ ποτηρίων, Λουκ. Λεξιφ. 7. ΙΙ. καλλιεπὴς, [[εὐφραδής]], Ἀνθ. Π. 14. 10· ἐπὶ οἰνηροῦ λαγήνου, ὁ καθιστῶν τινα εὔγλωττον, [[αὐτόθι]] 9. 229· ἐπὶ πτηνῶν, [[ἡδέως]] ᾄδων, [[ᾠδικός]], Αἰλ. π. Ζ. 13. 18. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ καθαρὰν προφοράν, [[αὐτόθι]] 4. 42· Ὑπερθ. -ώτατα, [[αὐτόθι]] 13. 18· μελῳδικότατα, [[αὐτόθι]] 1. 43. 2) ὡς τὸ [[εὔφημος]], ὁ ἀποφεύγων τὰς δυσοιώνους λέξεις καὶ οὕτω τηρῶν σιγήν, περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω, περὶ τούτων τῶν πραγμάτων ἂς τηρήσω θρησκευτικὴν σιγήν, Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 28, ἐν τέλει· εὔστομ’ ἔχε, σιώπα, [[σῖγα]], Σοφ. Φιλ. 201. ΙΙΙ. [[εὐάρεστος]] εἰς τὸ [[στόμα]], ἀφίνων εἰς αὐτὸ καλὴν γεῦσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 10. | |lstext='''εὔστομος''': -ον, ([[στόμα]]) ἔχων [[στόμα]] εὐμέγεθες, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 2· ἐπὶ ἵππου, εὔστ. τῷ χαλινῷ, ὁ [[ἄνευ]] δυσκολίας δεχόμενος τὸν χαλινόν, [[εὐάγωγος]], ἀντίθετον τῷ ἄστομος, Πλουτ. 2. 39Α· ἔχων μέγα [[στόμα]], ἐπὶ ποτηρίων, Λουκ. Λεξιφ. 7. ΙΙ. καλλιεπὴς, [[εὐφραδής]], Ἀνθ. Π. 14. 10· ἐπὶ οἰνηροῦ λαγήνου, ὁ καθιστῶν τινα εὔγλωττον, [[αὐτόθι]] 9. 229· ἐπὶ πτηνῶν, [[ἡδέως]] ᾄδων, [[ᾠδικός]], Αἰλ. π. Ζ. 13. 18. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ καθαρὰν προφοράν, [[αὐτόθι]] 4. 42· Ὑπερθ. -ώτατα, [[αὐτόθι]] 13. 18· μελῳδικότατα, [[αὐτόθι]] 1. 43. 2) ὡς τὸ [[εὔφημος]], ὁ ἀποφεύγων τὰς δυσοιώνους λέξεις καὶ οὕτω τηρῶν σιγήν, περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω, περὶ τούτων τῶν πραγμάτων ἂς τηρήσω θρησκευτικὴν σιγήν, Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 28, ἐν τέλει· εὔστομ’ ἔχε, σιώπα, [[σῖγα]], Σοφ. Φιλ. 201. ΙΙΙ. [[εὐάρεστος]] εἰς τὸ [[στόμα]], ἀφίνων εἰς αὐτὸ καλὴν γεῦσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont la bouche est docile (au frein);<br /><b>2</b> à la large ouverture <i>ou</i> à larges bords (coupe);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui parle bien ; <i>en parl. d’oiseaux</i> qui chante bien;<br /><b>4</b> qui prononce des paroles de bon augure ; qui garde un silence religieux (<i>cf.</i> [[εὐφημέω]]) : εὔστομ’ ἔχε SOPH silence ! περὶ τούτων εὔστομα κείσθω HDT que sur cela s’étende un religieux silence.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στόμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (στόμα)
A with mouth of good size, of dogs, X.Cyn.4.2; of horses, εὔ. τῷ χαλινῷ well-bitted, opp. ἄστομος, Plu.2.39a. 2 with large mouth, of cups, Luc.Lex. 7; of a harbour, Poll.1.100. 3 easy to keep open, of a vein, Aret. CA2.2. II speaking well, eloquent, AP14.10.8 (Comp.), Ptol. Tetr.166; making eloquent, λάγυνος AP9.229 (Marc.Arg.). Adv. -μως with clear utterance, Ael.NA4.42: Sup. -ώτατα ib.13.18; melodiously, ib.1.43; ᾖδον Aristaenet.2.19. 2 like εὔφημος, avoiding words of ill omen, and so, keeping silence, περὶ μὲν τούτων . . μοι . . εὔστομα κείσθω on these things . . let me keep a religious silence, Hdt. 2.171, cf. Ael.NA14.28, Porph.Abst.2.36; εὔστομ' ἔχε peace, be still! S.Ph.201 (lyr.). III pleasant to the mouth, palatable, Thphr.HP 2.6.10 (Comp.),4.3.4, Sor.1.94, Dsc.1.110 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1099] 1) mit schönem, gutem Munde, ἵππος εὔστομος χαλινῷ, ein gutmäntig Pferd, das nicht hart-, noch weichmäulig ist, Plut. de audit. 3; κύνες, mit gutem Gebiß, Ggstz ἄστομος, Xen. Cyn. 4, 2; mit großer Oeffnung, von Bechern, Luc. Lexiph. 7; von einem Hafen, Poll. 1, 100. – Bei Hesych. = εὐπρόσωπος. – 21 schön redend, beredt, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); vom Papagei sagt Ael., daß er ἀνθρώπου στόμα εὐστομώτατα ὑποκρίνεται, H. A. 13, 18; φωνὴ ὀρνίθων 16, 2. – Bes. Worte von guter Vorbedeutung sprechend, dah. εὔστομ' ἔχε = εὐφήμει, sage Nichts von übler Vorbedeutung, schweige, Soph. Phil. 201; ταῦτά μοι εὔστομα ἔστω, περὶ τούτων μοι εὔστομα κείσθω, davon will ich schweigen, Her. 2, 171; τά γε παρ' ἐμοῦ ἔστω πρὸς θεοὺς εὔστομα, mit Ehrfurcht gegen die Götter gesprochen, Ael. N. A. 14, 28 E.; vgl. Piers. zu Moeris p. 475. – 31 dem Munde angenehm, wohlschmeckend, Theophr. u. Sp. – Adv. wohlsprechend, wohllautend, ᾐδον Aristaen. 2, 19; Ael. u. a. Sp., superl., Ael. N. A. 1, 43, öfter von Vögeln.
Greek (Liddell-Scott)
εὔστομος: -ον, (στόμα) ἔχων στόμα εὐμέγεθες, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 2· ἐπὶ ἵππου, εὔστ. τῷ χαλινῷ, ὁ ἄνευ δυσκολίας δεχόμενος τὸν χαλινόν, εὐάγωγος, ἀντίθετον τῷ ἄστομος, Πλουτ. 2. 39Α· ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Λουκ. Λεξιφ. 7. ΙΙ. καλλιεπὴς, εὐφραδής, Ἀνθ. Π. 14. 10· ἐπὶ οἰνηροῦ λαγήνου, ὁ καθιστῶν τινα εὔγλωττον, αὐτόθι 9. 229· ἐπὶ πτηνῶν, ἡδέως ᾄδων, ᾠδικός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ καθαρὰν προφοράν, αὐτόθι 4. 42· Ὑπερθ. -ώτατα, αὐτόθι 13. 18· μελῳδικότατα, αὐτόθι 1. 43. 2) ὡς τὸ εὔφημος, ὁ ἀποφεύγων τὰς δυσοιώνους λέξεις καὶ οὕτω τηρῶν σιγήν, περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω, περὶ τούτων τῶν πραγμάτων ἂς τηρήσω θρησκευτικὴν σιγήν, Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 28, ἐν τέλει· εὔστομ’ ἔχε, σιώπα, σῖγα, Σοφ. Φιλ. 201. ΙΙΙ. εὐάρεστος εἰς τὸ στόμα, ἀφίνων εἰς αὐτὸ καλὴν γεῦσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont la bouche est docile (au frein);
2 à la large ouverture ou à larges bords (coupe);
3 fig. qui parle bien ; en parl. d’oiseaux qui chante bien;
4 qui prononce des paroles de bon augure ; qui garde un silence religieux (cf. εὐφημέω) : εὔστομ’ ἔχε SOPH silence ! περὶ τούτων εὔστομα κείσθω HDT que sur cela s’étende un religieux silence.
Étymologie: εὖ, στόμα.