ὠτάριον: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠτάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, [[αὐτόθι]] 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157. | |lstext='''ὠτάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, [[αὐτόθι]] 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[οὖς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of οὖς,
A a little ear, Anaxandr.43; ὠτάρι' ὕεια Alex.110.16; later simply = οὖς, AP11.75 (Lucill.); Ev.Jo.18.10. II metaph., handle of a vessel, Parth. ap. Ath.11.783c; ὠτάρια κάδου IG7.3498.18 (Oropus, iii B. C.), cf. BGU781i15, Inscr.Délos 421.54 (ii B. C.). III the ormer or Haliotis, Ath.3.87f.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, αὐτόθι 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de οὖς.