ἄντλημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄντλημα''': -ατος, τό, = ἀντλητήριον, [[καδίσκος]], «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, Πλούτ. 2. 974Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332· [[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις, καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθὺ Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 11. 2) [[ἐπίχυσις]] ὕδατος ἐπὶ πάσχοντος μέρους τοῦ σώματος, Διοσκ. 4.64. | |lstext='''ἄντλημα''': -ατος, τό, = ἀντλητήριον, [[καδίσκος]], «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, Πλούτ. 2. 974Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332· [[οὔτε]] [[ἄντλημα]] ἔχεις, καὶ τὸ [[φρέαρ]] ἐστὶ βαθὺ Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 11. 2) [[ἐπίχυσις]] ὕδατος ἐπὶ πάσχοντος μέρους τοῦ σώματος, Διοσκ. 4.64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de seau pour puiser (~ écope).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A bucket for drawing water, Plu.2.974e, Sch.Ar.Ra.1332, Ev.Jo.4.11.
German (Pape)
[Seite 264] τό, das Schöpfen, Plut. Sol. an. 21, von einer Art Pumpwerk; auch das Schöpfgefäß, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντλημα: -ατος, τό, = ἀντλητήριον, καδίσκος, «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, Πλούτ. 2. 974Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1332· οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθὺ Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 11. 2) ἐπίχυσις ὕδατος ἐπὶ πάσχοντος μέρους τοῦ σώματος, Διοσκ. 4.64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sorte de seau pour puiser (~ écope).
Étymologie: ἀντλέω.