ἀπέρατος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπέρᾱτος''': -ον, ([[περάω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ περάσῃ ἢ διέλθῃ, ποταμὸς Πλούτ. 2. 326Ε, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 58: μεταφ., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν [[ἀπέρατος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 1049. | |lstext='''ἀπέρᾱτος''': -ον, ([[περάω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ περάσῃ ἢ διέλθῃ, ποταμὸς Πλούτ. 2. 326Ε, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 58: μεταφ., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν [[ἀπέρατος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 1049. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qu’on ne peut traverser ; <i>fig.</i> impénétrable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (περάω)
A not to be crossed or passed, ποταμός Plu.2.326e, Luc.VH2.30: metaph., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀ. A.Supp.1049.
ἀπέρᾰτος, ον, (πέρας)
A boundless, Ph.1.554, al.; v.l. for ἀπέραντος in Pl.Tht.147c (Anon.in Tht.23.48), Sch.Ar.Nu.3.
German (Pape)
[Seite 287] undurchdringlich, Διὸς φρήν Aesch. Suppl. 1035; ποταμός, über den man nicht übersetzen kann, Luc. V. H. 2, 30 Plut. de Alex. fort. 1, 1. In der Bdtg unendlich zw.; Ar. Nubb. 3 ist ἀπέραντον die richtige Lesart.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρᾱτος: -ον, (περάω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ περάσῃ ἢ διέλθῃ, ποταμὸς Πλούτ. 2. 326Ε, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 58: μεταφ., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀπέρατος Αἰσχύλ. Ἱκ. 1049.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qu’on ne peut traverser ; fig. impénétrable.
Étymologie: ἀ, περάω.