ἀνοψία: Difference between revisions
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνοψία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, [[καθότι]] ὁ [[ἰχθὺς]] ἦτο συνηθέστατον [[προσφάγιον]], ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν [[πάνυ]] Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F. | |lstext='''ἀνοψία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, [[καθότι]] ὁ [[ἰχθὺς]] ἦτο συνηθέστατον [[προσφάγιον]], ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν [[πάνυ]] Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνοψος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of fish (ὄψον) to eat with bread, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀ. Antiph.190.8; ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237f. II Ion. ἀνοψίη, ἡ, = τὸ μὴ βλέπειν, Hsch. (ἀνοψοφίην cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοψία: ἡ, ἔλλειψις ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, καθότι ὁ ἰχθὺς ἦτο συνηθέστατον προσφάγιον, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν πάνυ Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de poissons.
Étymologie: ἄνοψος.