ἁπαλόχροος: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπᾰλόχροος''': -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· [[μετὰ]] ἐτεροκλίτ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― [[ὡσαύτως]], ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18. | |lstext='''ἁπᾰλόχροος''': -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· [[μετὰ]] ἐτεροκλίτ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― [[ὡσαύτως]], ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν :<br />à la peau tendre <i>ou</i> délicate.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[χρόα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. ἁπᾰλό-χρους, χρουν; with heterocl. gen. ἁπαλόχροος, dat. -χροϊ, acc. -χροα:—
A soft-skinned, h.Ven.14, Hes.Op.519, Thgn.1341, E.Hel.373 (lyr.):—also ἁπᾰλό-χρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Phryn.PSp.30B.
German (Pape)
[Seite 277] zsgzgn -χρους, gen. auch ἁπαλόχροος, Hes. O. 517, wie Theogn. 1341; acc. plur. ἁπαλόχροας H. h. Ven. 14; mit zarter, weicher Haut; von der Jungfrau, παῖδα άπαλόχροα Mel. 40 (211, 133); παλάμαις ἁπαλοχρόοις Anacr. 56, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόχροος: -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· μετὰ ἐτεροκλίτ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― ὡσαύτως, ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
à la peau tendre ou délicate.
Étymologie: ἁπαλός, χρόα.