ἀπαλθαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαλθαίνομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404. | |lstext='''ἀπαλθαίνομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἀπάλθομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλθαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -ήσομαι,
A heal thoroughly, ἕλκἐ ἀπαλθήσεσθον (-ονται Aristarch.) Il.8.419: impf., Q.S.4.404.
German (Pape)
[Seite 276] = folgdm, Qu. Sm. 4, 404.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλθαίνομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, θεραπεύω ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.